- γαμβρέ
- γαμβρόςconnexion by marriagemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπένθερος — εὐπένθερος, ον (Α) (για γαμπρό) αυτός που έχει καλό, ευγενή, γενναιόδωρο πεθερό («ευπένθερε γαμβρέ», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
γάμβρ' — γαμβρά̱ , γαμβρά sister in law fem nom/voc/acc dual γαμβρά̱ , γαμβρά sister in law fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γαμβραί , γαμβρά sister in law fem nom/voc pl γαμβρέ , γαμβρός connexion by marriage masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)